- ενανθράκωση
- Επεξεργασία στην οποία υποβάλλονται ορισμένοι χάλυβες (εξαιρετικά μαλακοί και ειδικοί), με σκοπό να γίνει περισσότερο σκληρή η επιφάνειά τους. Η ε. βασίζεται στην απορρόφηση μικρών ποσοτήτων άνθρακα από το επιφανειακό στρώμα του μετάλλου (καρβιδιοποίηση), με κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας. Ενώ η μεταλλική μάζα διατηρεί την ανθεκτικότητά της, που εξασφαλίζει μια ικανή αντοχή στις κρούσεις, η επιφάνεια, με την αύξηση της σκληρότητάς της, αποκτά μεγαλύτερη αντοχή στις φθορές.
* * *η1. η ενέργεια τού ενανθρακώ2. (τεχν.) η θέρμανση ενός μεταλλικού τεμαχίου σε επαφή με ορισμένες ουσίες που ονομάζονται ενανθρακωτικές, η οποία αποβλέπει στο να προσδώσει στο μέταλλο ιδιάζουσες ιδιότητες3. (παλαιοντ.) τρόπος απολιθώσεως που παρατηρείται κυρίως σε φυτικά λείψανα τα οποία παρέμειναν για πολύ χρόνο σε υγρό περιβάλλον ή γενικά είχαν αποκλειστεί χωρίς επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα.
Dictionary of Greek. 2013.